μάν

μάν
μᾱν
1 not combined with other particles,
a connective, emphasising a new point, never neg.

ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53

[μὴν (v. l. μιν) O. 3.45]

λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.49

Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (e Σ Er. Schmid: μὲν codd.) N. 10.29

ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15

ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (v. l. καί) I. 4.35 in subord. cl.,

δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45

b adversative, yet

ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν αἰδώς· ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

ὅμως μὰν P. 2.82

λέγονται μὰν P. 3.88

αὐτὸν μὰν N. 1.69

παῦροι δὲ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί· λέγεται μὰν N. 9.39

(many miss good fortune, e. g. through lack of confidence.) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (Pauw: λίαν codd., Σ: contra G. P. 337) N. 11.33
2 combined with other particles.
a καὶ μὰν (γε), emphasising a new point, καί connective.

καὶ μὰν ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς ὄπιθεν οὐ πολλὸν ἴδε O. 10.34

καὶ μὰν ΤιτυὸνP. 4.90

καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας P. 4.289

καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13

καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

where καὶ connects individual words, while μὰν emphasises the last member in a series,

θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.63

Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6

b γε μάν, adversative, yet, but of course

νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

(Τυφὼς)

τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17

νῦν γε μὰν P. 1.50

αἰὼν δὲ κυλινδομέναις

ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν· ἄτρωτοι γε μὰν παῖδες θεῶν I. 3.18

with a notion of affirmation, after all, it is true

φαντί γε μὰν P. 7.19

ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν· ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

dub., ]αλλεγεμαν P. Oxy. 2622, fr. 1. 11 ad ?fr. 346.
c ἦ μάν, in strong affirmation. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰP. 4.40

ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

d οὐδὲ μάν, where μὰν emphasises the second limb of a neg. assertion, nor yetοὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις ἈφροδίταςP. 4.87

Τυφὼς οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17

3 frag.

μάρναμαι μὰν Pae. 2.39


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μᾶν — Μᾶ fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶν — μής masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάν — μά̱ν , μήν Ars Prooem. epic doric aeolic (indeclform particle) μά̱ν , μής masc acc sg (epic doric aeolic) μής masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάν' — Μάνα , Μάνης cup masc voc sg Μάνα , Μάνης cup masc nom sg (epic) Μάναι , Μάνης cup masc nom/voc pl Μάνᾱͅ , Μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάν' — μάναι , μάνα fem nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνα fem dat sg (doric aeolic) μάνα , μάνης cup masc voc sg μάνα , μάνης cup masc nom sg (epic) μάναι , μάνης cup masc nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”